φρεσκοπλυμένος

φρεσκοπλυμένος
η , ο свежевымытый, свежевыстиранный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φρεσκοπλυμένος" в других словарях:

  • φρεσκοπλυμένος — η, ο, Ν 1. πρόσφατα πλυμένος («φρεσκοπλυμένα ρούχα») 2. (για τη γη) πρόσφατα ποτισμένος από την βροχή («φρεσκοπλυμένο χώμα») …   Dictionary of Greek

  • φρεσκοπλυμένος — η, ο 1. αυτός που πριν από λίγο πλύθηκε: Φρεσκοπλυμένα σεντόνια. 2. (για το έδαφος), αυτό που μόλις δέχτηκε ραγδαία βροχή, αυτό που πριν από λίγο ποτίστηκε από βροχή: Φρεσκοπλυμένο μονοπάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεόπλυτος — νεόπλυτος, ον (Α) αυτός που πλύθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοπλυμένος («εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυτος (< πλύνω), πρβλ. παλίμ πλυτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»